Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ


Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, Λεωνίδας Κ. Πλατανιώτης

 

Ἡ ὑπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου βασιλική

 

Οἱ ἱστορικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν προχριστιανικὴ χερσόνησο Ἀκτή[1], δηλαδὴ τὴν χερσόνησο, τῆς ὁποίας τὸ μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνεται σήμερα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἐλάχιστες. Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο ὅτι στὴν χερσόνησο ὑπῆρχαν οἱ πόλεις, Σάνη, Δῖον, Ὁλόφυξος, Ἀκρόθωον, Θύσσος, Κλεωναί[2]. Τὴν πληροφορία ἐπαναλαμβάνει ὁ Θουκυδίδης, ἀλλὰ μὲ διαφορετικὴ τὴν σειρὰ τῶν πόλεων[3].

Μὲ ἐξαίρεση τὴν θέση τῆς Σάνης[4], οἱ ὑπόλοιπες πόλεις τῆς Ἀκτῆς δὲν ἔχουν ταυτισθῆ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους[5], ἄν καὶ ἔχουν διατυπωθῆ (μὴ τεκμηριωμένες) προτάσεις.

Ἀπὸ τὴν παλαιοχριστιανικὴ φάση τῆς χερσονήσου γνωρίζουμε ἐλάχιστα. Στὴν ὀρθομαρμάρωση τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἰβήρων χρησιμοποιήθηκε καὶ μία μαρμαρόπλακα μὲ χαραγμένη παλαιοχριστιανικὴ ἐπιγραφή[6], ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τὴν προέλευσή της[7]· βρέθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Μονῆς ἢ τὴν ἔφεραν μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα μάρμαρα κατὰ τὴν φάση τῆς διακοσμήσεως τοῦ Καθολικοῦ, γύρω στὸ ἔτος 1000; Μόνον στὴν περιοχὴ τῆς Ξηροποταμινῆς Δάφνης, μὲ ὀλιγοήμερη σωστικὴ ἀνασκαφὴ ποὺ πραγατοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Χαλκιδικῆς (10η) τὸ 2002[8], ἐντοπίσθηκε παλαιοχριστιανικὴ κεραμική.

Μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἁγιορειτικὲς Μονὲς καί μάλιστα ἡ δεύτερη στὴν ἱεραρχικὴ τάξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι ἡ Μονὴ τοῦ Βατοπεδίου. Βρίσκεται στὴν βόρεια πλευρὰ τῆς χερσονήσου, καταλαμβάνοντας μία πλαγιὰ μὲ ἐλαφρὰ καθοδικὴ κλίση ἀπὸ νότον πρὸς βορρᾶ, στὴν ἀνατολικὴ ἄκρη ἑνὸς εὐρέως καὶ ἀνοικτοῦ πρὸς βορρᾶν κόλπου, δίπλα σὲ ἕνα ὑποτυπῶδες λιμάνι, ποὺ  προστατεύει ἀπ΄ ὅλους τοὺς καιρούς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Β-ΒΑ. Τὸ μοναστήρι δεσπόζει σὲ μία ἐπιμήκη κοιλάδα, ἀναπτυσσόμενη ἑκατέρωθεν τοῦ πρὸς δυσμάς χειμάρρου τῆς Πλατανάρας, ὁ ὁποῖος «κρατάει νερό» σχεδὸν ὅλον τὸν χρόνο.

Τόσον ἡ γεωμορφολογία τῆς περιοχῆς ὅσο καὶ οἱ κάποιες λιγοστὲς ἀρχαιολογικὲς ἐνδείξεις, σηματοδοτοῦν τὴν θέση μιᾶς προχριστιανικῆς ἐγκαταστάσεως[9], γιὰ τὴν ὁποία προτείνεται ἡ ταύτηση μὲ τὴν πολὺ λίγο γνωστὴ πόλη Χαραδροῦς[10] ἢ Χαράδριαι[11].

 Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου, ὅπως ἡ ἴδια αὐτοπροσδιορίζεται, (καὶ μάλιστα τὸ παι μὲ αι), εἶναι πιθανῶς τὸ μεγαλύτερο οἰκοδομικὸ συγκρότημα τοῦ  Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα σύνολο κτηρίων, γιὰ  τὴν οἰκοδόμηση τῶν ὁποίων καταναλώθηκε κάθε διαθέσιμη πέτρα ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ἔτσι χρειάζεται  μεγάλη τύχη γιὰ νὰ μπορέσει κανεῖς νὰ ἐντοπίσει ἀρχαιολογικὰ τεκμήρια παλαιότερα ἀπὸ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς, δηλαδὴ τὸ β΄ μισὸ τοῦ  10ου αἰῶνος. Ἡ χρονολογία αὐτὴ εἶναι ἡ γενικῶς ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς ποὺ  ἀσχολοῦνται μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ ὁποῖοι συνηθέστατα γράφουν «Μονὴ  Βατοπέδιου» μὲ  ε τὸ πε.

 Γιατὶ δίνουμε τόση σημασία σ᾽ αὐτὴ τὴν ὀρθογραφικὴ διαφοροποίηση; Ἂς  ἀφήσουμε τὴν παράδοση καὶ τὰ πράγματα νὰ μᾶς δώσουν τὴν ἀπάντηση.

Οἱ ἱστορικοὶ ἐτυμολογοῦν τὸ ὄνομα τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν σύνθεση τῶν λέξεων βάτος καὶ πεδίον, δηλαδὴ πεδιάδα μὲ βάτους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὅλα τὰ ὀρθογραφημένα βυζαντινὰ ἔγγραφα τοῦ Ἁγίου Ὄρους γράφουν τό ὄνομα τῆς Μονῆς μὲ ε. Τὸ μοναστήρι ὅμως τὶ λέει; Ἀποδέχεται τὰ  «Πάτρια», τὰ ὁποῖα εἶναι σύνθεση διαχρονικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν, τρόπον τινά, μυθιστορηματικῶς τὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Σύμφωνα μὲ τὰ Πάτρια[12], ἡ Μονὴ Βατοπεδίου δὲν  κτίσθηκε τὸ β΄ μισὸ τοῦ 10ου αἰῶνος, ἀλλὰ τότε ἐπισκευάσθηκαν τὰ μισοκατεστραμμένα καί, πιθανῶς, ἐγκαταλελειμμένα κτήριά της. Τὰ Πάτρια μᾶς πληροφοροῦν ὅτι οἱ τρεῖς Ἀδριανουπολῖτες κτήτορες τοῦ Βατοπεδίου, ἀρχικῶς πῆγαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Λαύρα, ἀλλὰ ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος τοὺς ὑπέδειξε: «εἰ βούλεσθε κτίσαι μονήν, ἰδοὺ ἡ μονὴ τοῦ Βατοπεδίου ἐρείπιον οὖσα. Ἀνακαινίσατε αὐτὴν καὶ ἔχετε τὸν μισθὸν ἐκ Θεοῦ» [13]. Εἰδικότερα:

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναζητοῦσε θέση γιὰ νὰ ἱδρύσει τὴν Νέα Ρώμη,  ἐπέλεξε ἀρχικῶς τὴν περιοχὴ τοῦ ἰσθμοῦ[14] τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, δηλαδὴ τὴν θέση τῆς Σάνης καὶ τῆς διαδόχου της Οὐρανοπόλεως. Ἐνῶ ἔκτιζε τὰ δημόσια   κτήρια τῆς πόλης του, παράλληλα ἔκτισε καὶ τρεῖς ναοὺς στὴν χερσόνησο τοῦ Ἄθω· τὸν ναὸ τοῦ Πρωτάτου, τὸν ναὸ τοῦ Κλήμεντος[15] καὶ τὸν ναὸ τῆς Παναγίας στὴν θέση τοῦ μετέπειτα Βατοπεδίου. Ἐν τέλει, γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος,  ἐγκαταλείφθηκε τὸ σχέδιο γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης στὸν ἰσθμό, γιὰ νὰ κτισθεῖ τελικὰ ἡ Κωνσταντινούπολη.

       Ἦρθε ὁ καιρὸς τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363), ὁ ὁποῖος, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες πράξεις του εἰς βάρος τῶν χριστιανῶν, πάντα κατὰ τὰ Πάτρια, ἔκαψε τοὺς τρεῖς ναοὺς ποὺ ἔκτισεν ὁ Κωνσταντῖνος στὸν Ἄθω.

Ὅταν βασίλευε ὁ Μέγας Θεοδόσιος, ὁ νεαρὸς γιός του Ἀρκάδιος ταξιδεύοντας  ἀπὸ τὴν Ρώμη γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ἔπεσε σὲ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ  στὰ ἀνοιχτὰ τοῦ Ἄθω· τὸ πλοῖο κινδύνευσε, ὁ Ἀρκάδιος μπερδεύτηκε μὲ τὰ σχοινιά, ἔπεσε, τὸν παρέσυραν τὰ κύματα καὶ χάθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ βασιλικὸν παιδίον βρέθηκε, κατὰ θαυμάσιον τρόπο, νὰ κοιμᾶται δίπλα σ᾽ ἕναν βάτο, κοντὰ στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Κωνσταντίνου, στὸ Βατοπέδι. Ἔτσι  λοιπόν, ἦταν πολὺ φυσικό, ἡ κοιλάδα  αὐτή, ἐξαιτίας τοῦ παιδιοῦ ποὺ κατὰ θαυμαστὸν τρόπο κοιμόταν  στὸν βάτο, νὰ ὀνομασθεῖ  Βατοπαίδι, μὲ αι, δηλαδὴ  ἡ βάτος τοῦ παιδίου καὶ ὄχι τὸ πεδίον τῶν βάτων.

Ἀπὸ  εὐγνωμοσύνη ὁ Θεοδόσιος χρηματοδότησε πλουσίως τὴν ἐπανίδρυση τοῦ κατεστραμμένου ναοῦ καὶ μάλιστα ἡ Πουλχερία ἔστειλε, μὲ πλοῖο ἀπὸ τὴν Ρώμη, τέσσερεις πανώριες μονολιθικές «πορφυρές» κολῶνες γιὰ νὰ  χρησιμοποιηθοῦν στὴν ἀνοικοδόμηση του ναοῦ. Τὰ Πάτρια διευκρινίζουν ὅτι τὸ κόστος γιὰ τὴν μεταφορὰ τῶν κιόνων ἦταν μεγαλύτερο ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες  δαπάνες γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ. Οἱ κολῶνες αὐτές, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἶναι αὐτὲς ποὺ ἀνακρατοῦν τὸν τροῦλλο τοῦ Καθολικοῦ[16].

 Ὅμως, τόσον ὁ Θεοχάρης Παζαρᾶς στὴν μελέτη του γιὰ τὰ γλυπτὰ τοῦ Καθολικοῦ[17], ὅσο καὶ ὁ Σταῦρος Μαμαλοῦκος, τοῦ ὁποίου ἡ διδακτορικὴ  διατριβὴ  ἀφορᾶ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου[18], τοποθετοῦν τὴν οἰκοδόμηση τοῦ Καθολικοῦ στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 10ου αἰῶνος. Τὶ  συμβαίνει λοιπόν;

Παρατηρῶντας τὰ θωράκια τῶν χορῶν τοῦ Καθολικοῦ διαπιστώνουμε ὅτι τὸ  σημερινὸ ἐπίπεδο τῆς μοναστηριακῆς αὐλῆς εἶναι ὑπερυψωμένο σὲ σχέση μὲ τὸ κτητορικό[19]. Θέλοντας ἡ Μονὴ νὰ διαμορφώσει νέες ρύσεις γύρω ἀπὸ τὸ Καθολικὸ γιὰ τὴν παραλαβὴ τῶν ὀμβρίων ὑδάτων, θεωρήθηκε ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε δοκιμαστικὲς τομὲς καὶ νὰ ἐντοπίσουμε τὸ παλαιὸ ἐπίπεδο τῆς αὐλῆς[20]. Ἐντοπίσαμε πολὺ γρήγορα τὸ ἀρχικὸ ἐπίπεδο καὶ ἀκολούθησε μία βαθύτερη δοκιμαστικὴ τομή, πέριξ τοῦ βορείου χοροῦ, γιὰ νὰ μελετήσουμε τὴν στρωματογραφία τοῦ ὑπεδάφους. Ἔτσι ἐντοπίσθηκε τὸ βορειοανατολικὸ τεταρτημόριο μιᾶς παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς (εἰκ. 1), πάνω στὸ ἀφανὲς νότιο μισὸ τῆς ὁποίας κτίσθηκε τὸ ὑπάρχον Καθολικό (σχ. 1). Ἐπί πλέον, πάνω στὸ βορειοδυτικὸ τεταρτημόριο οἰκοδομήθηκε τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Ἡ βασιλικὴ εἶχε λιθολογηθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν λιθοδομία της διατηρήθηκε μόνον ὅ,τι βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς μοναστηριακῆς αὐλῆς τοῦ τέλους τοῦ 10ου αἰῶνος, δηλαδὴ λιθολογήθηκαν πλήρως καὶ τὰ δάπεδα τῆς βασιλικῆς. Ἐπειδὴ ἔχουμε τοιχοποιΐες μόνον θεμελιώσεως,  δὲν μποροῦμε νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν μορφὴ τῆς ἐμφανοῦς τοιχοποιίας τῆς βασιλικῆς. Μὲ βάση τὰ  ἀποκαλυφθέντα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ βασιλικὴ εἶχε κτισθεῖ μὲ  ἀργολιθοδομὴ καὶ ἰσχυρὸ συνδετικὸ ἀσβεστοκονίαμα. Ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποτυπώματα στὸ συνδετικὸ κονίαμα συμπεραίνουμε ὅτι ἡ τοιχοδομία ἐνισχυόταν μὲ ζωνάρια ὀπτοπλίνθων.

Χρησιμοποιῶντας τὰ δεδομένα τοῦ ἀποκαλυφθέντος τομέως, καὶ ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψη κάποιες ἰδιαιτερότητες ποὺ ἐντόπισε ὁ Σταῦρος Μαμαλοῦκος στὸν δυτικὸ τοῖχο τοῦ νάρθηκα τοῦ βορείου παρεκκλησίου τοῦ Καθολικοῦ (τοῦ Ἁγίου Δημητρίου)[21], προτείνουμε τὴν μερικὴ ἀποκατάσταση τῆς κατόψεως τῆς βασιλικῆς, ὅπως  φαίνεται στὸ σχ. 1[22].

Ἡ βασιλικὴ ἦταν τρίκλιτη καὶ πιθανῶς εἶχε αἴθριο, τοῦ ὁποίου τὰ ἴχνη θὰ ἀναζητηθοῦν κάποτε στὴν  μοναστηριακὴ  αὐλή, ἀνάμεσα  στὸ  Καθολικὸ καὶ τὴν Τράπεζα. Ὑπολογίζεται ὅτι ἦταν σχεδὸν τετράγωνη, μὲ ἐξωτερικὲς διαστάσεις, περίπου, 19,35 (πλάτος) Χ 20,00 (μῆκος) μ.  Ἀπὸ τὸν ἀνατολικὸ τοῖχο ἐξέχει ἡ κόγχη τοῦ Ἁγίου Βήματος, μὲ χορδὴ ±6,5 μ. καὶ πάχος τοίχου 1,25 μ. Ἡ κόγχη ἐνισχυόταν ἐξωτερικῶς μὲ δύο (τουλάχιστον) κτιστές ἀντηρίδες. Ἡ μία, ποὺ ἀποκαλύφθηκε πλήρως, ἔχει διαστάσεις 1,55Χ1,23 μ.

Τὸ βόρειο κλῖτος ἔχει ἐσωτερικὸ πλάτος 3,60 μ., πάχος ἀνατολικοῦ τοίχου 90 ἑκ. καὶ βορείου 80 ἑκ. Ὅπως εἴπαμε δὲν βρήκαμε οὔτε ἴχνος δαπέδου καὶ ὅλη ἡ  ἀνασκαφὴ ἀπέδωσε ἐλάχιστη κεραμική, ἀπὸ τὴν ὁποία μόνον τρία ὄστρακα εἶχαν τὴν τυπικὴ γνωστὴ παλαιοχριστιανικὴ διακόσμηση «μὲ τὸ χτένι».

Ἡ παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ τοῦ Βατοπεδίου, ἀφιερωμένη, κατὰ τὰ Πάτρια, στὴν Θεοτόκο, φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν μεμονωμένο κτήριο. Θέλοντας ἡ Μονὴ νὰ ἀντικαταστήσει τὸ προχειροφτιαγμένο δάπεδο τοῦ νάρθηκα τοῦ νοτίου παρεκκλησίου τοῦ Καθολικοῦ (τοῦ Ἁγίου Νικολάου), ἐντόπισε θεμέλια παλαιῶν οἰκοδομημάτων. Ἀκολούθησε σύντομη σωστικὴ ἀνασκαφὴ καὶ ἀποκαλύφθηκαν τὰ ἑξῆς, στὸν βόρειο τομέα τοῦ νάρθηκα (σχ. 2)[23]:

1. Ὁ πυθμένας μιᾶς λιθολογημένης ὀρθογώνιας ὑδατοδεξαμενῆς.

2. Μέρος μιᾶς πλινθολογημένης ἡμικυκλικῆς ὑδατοδεξαμενῆς (φωτ. 2).

Οἱ κατασκευὲς αὐτὲς εἶναι παλαιότερες τοῦ παρεκκλησίου καὶ τοῦ πρὸς βορρᾶν νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀνήκουν σὲ ἕνα λουτρὸ εὑρισκόμενο νοτιοδυτικῶς τῆς βασιλικῆς καὶ πιθανῶς σὲ ἐπαφὴ μ᾽ αὐτήν. Σήμερα διατηροῦνται σὲ κατάχωση, κάτω ἀπὸ τὸ μαρμαροστρωμένο δάπεδο τοῦ νάρθηκα τοῦ παρεκκλησίου.

Ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία κατασκευή, παλαιότερη τοῦ Καθολικοῦ, ἡ ὁποία πιθανῶς νὰ ἀνήκει στὸ συγκρότημα τῆς βασιλικῆς. Πρόκειται γιὰ τὸ πηγάδι τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὰ θεμέλια τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ τρίπλευρου νοτίου χοροῦ τοῦ Καθολικοῦ (σχ. 1 καὶ φωτ. 3). Κατὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ καθολικοῦ λήφθηκε μέριμνα νὰ μὴν παρακωλυθῆ ἡ λειτουργία τοῦ πηγαδιοῦ, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀξιοσέβαστη κατασκευή, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθῆ.

Στὰ Πάτρια τῆς Μονῆς βρίσκουμε δύο ἀναφορὲς σὲ πηγάδια:

1ον. Ὁ Ἀρκάδιος βρέθηκε νὰ κοιμᾶται δίπλα στὴν βάτο, δίπλα στὴν ἐρειπωμένη κωνσταντίνεια ἐκκλησία καὶ δίπλα σὲ ἕνα πηγάδι.

2ον. Μετὰ τὴν θρυλουμένη καταστροφὴ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, τὸ «862/3»[24], ἢ τὸ «904»[25], ἐντοπίσθηκαν τὰ ἀποκρυβέντα στὸ πηγάδι κειμήλια (ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ ἀναμμένη λαμπάδα).

Γιὰ τὴν θέση τοῦ πηγαδιοῦ ὑπάρχει σύγχυση στὶς παραδόσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ ἐπικρατέστερη τὸ τοποθετεῖ κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Καθολικοῦ, ὅπου ὅμως δὲν διακρίνεται κάποια σχετικὴ ἔνδειξη.

Ἐπανερχόμαστε στὸ φρέαρ τοῦ νοτίου χοροῦ· ἔχει βάθος περίπου 7,80 μέτρων, τὸ βρήκαμε «μπαζωμένο» σχεδὸν μέχρι τὸ στόμιό του καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀποτελεῖ τὸν παραδοσιακὸ ἀποθέτη ἀχρήστων ἀντικειμένων, ποὺ σχετίζονταν μὲ τὴν λατρεία καὶ μὲ τὴν καθαριότητα, κυρίως τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Καθολικοῦ. Ἡ ἀνασκαφικὴ διερεύνησή του[26] πιστοποίησε ὅτι τὸ πηγάδι ἔπαυσε νὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ ὕδρευση καὶ μετατράπηκε σὲ ἀποθέτη, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 16ον αἰῶνα[27]. Τὸ περιεχόμενο τοῦ ἀποθέτη διαταράχθηκε τουλάχιστον μία φορά, ὅταν ἔγιναν ἔρευνες, ἴσως γιὰ ἀνεύρεση θησαυροῦ, πιθανῶς κατὰ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς ἐλλείψεως δεδομένων στρωματογραφίας καὶ τῶν ἀντιστοίχων χρονολογικῶν συμπερασμάτων.

Ἡ παλαιοχριστιανικὴ βασιλικὴ τοῦ Βατοπεδίου εἶναι τὸ πρῶτο  παλαιοχριστιανικὸ  κτίσμα  ποὺ  ἐντοπίζεται  στὸ  Ἅγιον  Ὄρος  καὶ τὸ  πρῶτο  ποὺ  ἐρευνᾶται,  ἔστω  καὶ  μερικῶς.  Θεωροῦμε πολὺ  πιθανὸν ὅτι  δὲν  εἶναι  καὶ  τὸ μοναδικό, διότι δὲν ἔχουμε στοιχεῖα ἱστορικὰ τὰ ὁποῖα νὰ δείχνουν ὅτι  ὑπῆρξε  διακοπὴ  ζωῆς στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο. Βεβαίως οἱ «σκοτεινοὶ αἰῶνες», χρονικὴ περίοδος ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ τὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη, δημιουργοῦν πλῆθος προβλημάτων  καὶ  γιὰ  τοὺς  μελετητὲς  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους.

       Φαίνεται ὅμως ὅτι κατὰ τὸν 10ον αἰῶνα, στὴν Ἀθωνικὴ χερσόνησο  ὑπῆρχαν ἀκόμη μικροσυνοικισμοὶ κοσμικῶν κατοίκων[28], οἱ ὁποῖοι θὰ  μποροῦσαν νὰ εἶναι συνέχεια τῶν παλαιοτέρων κατοικήσεων. Ἡ ἀνοικοδόμηση τῶν  μεγάλων ἀγιορειτικῶν κτηριακῶν συγκροτημάτων, ὅπως ἐξαφάνισε στὸ  Βατοπέδι κάθε παλαιότερο ὑπέργειο κτίσμα, ἔτσι φαίνεται νὰ ἔκανε καὶ σὲ ἄλλες ἀθωνικὲς περιοχές, π.χ. στὴν Μονὴ Ἰβήρων, στὴν Μεγίστη Λαύρα, στὴν Μονὴ  Χελανδαρίου, στὴν Μονὴ Ξηροποτάμου, πιθανῶς στὶς Καρυὲς καὶ ἀλλοῦ. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἀναμένουμε τὴν ἀποκάλυψη καὶ παλαιοχριστιανικῶν  στοιχείων σὲ ἐκσκαφὲς καὶ ἀνασκαφές ποὺ θὰ γίνουν μελλοντικὰ στὸ Ἅγιον  Ὄρος.

Ἕνα μεγάλο μάθημα ποὺ εἴχαμε ἀπὸ  τὶς ἀνασκαφικὲς ἔρευνες στὸ Βατοπέδι ἦταν ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ σοβαρότητα τὶς παραδόσεις κάθε  τόπου, ἔστω  καὶ ἂν ἐμφανίζονται σὰν ρομαντικὰ καὶ εὐφάνταστα παραμύθια τοῦ 16ου αἰῶνα. Θὰ πρέπει πάντα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἐντοπίσουμε στὰ  «παραμύθια» αὐτά, πληροφορίες ποὺ σχετίζονται μὲ πραγματικὰ γεγονότα, τὰ  ὁποῖα συνέβησαν σὲ πολὺ παλαιότερες ἐποχές. Καὶ ἂν ἀκόμη ἐμεῖς δὲν  μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ἄλλη ἐτυμολογία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν  σύνθεση τῶν λέξεων πεδιάδα καὶ βάτος, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ  ἀναζητήσουμε κάποια πραγματικὰ περιστατικά, ποὺ συνέβησαν ἐκεῖ, στὸ  σημερινὸ πανώριο Βατοπέδι, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδοσίου, τοῦ Ἀρκαδίου καὶ τῆς Πουλχερίας.



[1]. Θουκυδίδης, Δ. 109: «... στρατεύει ἐπὶ τὴν Ἀκτὴν καλουμένην, ἔστι δὲ ἀπὸ τοῦ βασιλέως διορύγματος, ἔσω προύχουσα, καὶ ὁ Ἄθως αὐτῆς ὅρος ὑψηλὸν τελευτᾶ ἐς τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος».  
[2]. Ἡρόδοτος, Ζ. 22.
[3]. Θουκυδίδης, Δ. 109.
[4]. Ἐ.-Μπ. Τσιγαρίδα, «Πρῶτες ἀνασκαφικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἀρχαία Σάνη», Πρακτικὰ Συμποσίου “Ἄνδρος καὶ Χαλκιδική”, Ἀνδριακὰ Χρονικά, τ. 29 (1998), σ. 79-92.
[5]. Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, Στέφανος Π. Παλιομπέης, «Προχριστιανικὲς ἀρχαιότητες στὸν Ἄθω», Ἅγιον Ὄρος καὶ Προχριστιανικὴ Ἀρχαιότητα, Θεσσαλονίκη (KεΔAK) 2006, σ. 53-70. Στὸν ἴδιο τόμο ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ἄρθρα τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν ἐπί μέρους θέματα τοῦ προχριστιανικοῦ Ἄθω.
[6]. G. Millet, J. Pargoire, L. Petit, Recueil des inscriptions chretiennes de l'Athos, Παρίσι 1904, σ. , ἀρ. .
[7]. Τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς συλλογὲς τῶν ἄλλων ἁγιορειτικῶν ἱδρυμάτων· βλ. καί, Στέφανος Π. Παλιομπέης, « ἀρχαιολογικὴ συλλογὴ τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου», Ἅγιον Ὄρος καὶ Προχριστιανικὴ Ἀρχαιότητα, Θεσσαλονίκη (KεΔAK) 2006, σ. 104.
[8]. Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, Ἰωάννης Θ. Γραικός, «Προχριστιανικὲς ἀρχαιότητες στὴν Δάφνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ἀδημοσίευτη ἀνακοίνωση στὸ  Συνέδριο Ἀρχαιολογικὸ Ἔργο στὴν Μακεδονία καὶ Θράκη, τοῦ 2003.
[9]. Τὸ 1998, κατὰ τὴν διάρκεια ἐργασιῶν στὸν κῆπο τῆς Μονῆς, βορείως τοῦ Κοιμητηρίου, ἐντοπίσθηκε πιθεῶνας, ὁποῖος ὅμως δὲν ἐρευνήθηκε συστηματικῶς. Ἡ ἐντύπωση ποὺ ἔχω (Παπάγγελος) εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ ἑλληνιστικὲς ἐγκαταστάσεις. Ντόγκας, 1082/20-3-98. Τὸ 2014, κατὰ τὴν διάρκρια ἐκσκαφῶν ἐξωτερικῶς τῆς βορείου πτέρυγος, ἐντοπίσθηκε χάλκινο νόμισμα Ἀντιγόνου Γονατᾶ.
[10]. Michael Zahrnt, Olynth und die Chalkidier, Μόναχο 1971, σ. 253.
[11]. Δημήτριος Δ. Ζάγκλης, Χαλκιδική, Ἱστορία - Γεωγραφία, Θεσσαλονίκη 1956, σ. 96.
[12]. Γιὰ τὸ κείμενο τῶν Πατρίων συμβουλευθήκαμε τὰ βατοπεδινὰ χειρόγραφα ὑπ᾽ ἀρ. 293, 383, 1641, καὶ τοῦ Σπ. Λάμπρου, «Τὰ Πάτρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Νέος Ἑλληνομνήμων 9 (1912), σ. 116-161, 209-225.
[13]. Λάμπρου, Τὰ Πάτρια, σ. 210.
[14]. Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, «Οὐρανοπόλεως τοπογραφικά», Ἀρχαία Μακεδονία, Ε'Διεθνὲς Συμπόσιο, Πρακτικά, τ. 2, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 1157-1168, ὅπου αἰτιολογεῖται ἡ παράδοση.
[15]. «Μονὴ τοῦ Κλήμεντος» = ἡ μετέπειτα Μονὴ τῶν Ἰβήρων.
[16]. Τὴν περιγραφή τῶν κιόνων, βλ.,  Θεοχάρης Ν. Παζαρᾶς, Τὰ βυζαντινὰ γλυπτὰ τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 19-20. Ἀλλά, ὅπως παρατήρησα, οἱ κίονες εἶναι κατασκευασμένοι ἀπὸ φαιόν (γκρί) γρανίτη.
[17]. Παζαρᾶς, ἔ. ἀ, σ. 101.
[18]. Σταῦρος Β. Μαμαλοῦκος, Τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου. Ἱστορία καὶ Ἀρχιτεκτονική, (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 2001, σ. 225.
[19]. Βλ., Παζαρᾶς, ἔ.ἀ., σ. 24, εἰκ. 8 καὶ 10.
[20]. Οἱ ἀνασκαφικὲς ἔρευνες στὴν Μονὴ Βατοπεδίου ἔγιναν μέσα στὰ πλαίσια τῆς δραστηριότητος τῆς Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Χαλκιδικῆς, μὲ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση τῆς Μονῆς.
[21]. Μαμαλοῦκος, ἔ.ἀ., σ. 90, 125, 137, 161, 194 καὶ 208.
[22]. Τὸ σχέδιο τὸ συνέθεσε ἡ ἀρχιτέκτων τῆς 10ης ΕΒΑ Ἀναστασία Καπανδρίτη, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀποτύπωση τῆς βασιλικῆς ποὺ ἔκανε ὁ ἀρχιτέκτων Κωνσταντῖνος Γεωργανάκης καὶ τὴν κάτοψη τοῦ Καθολικοῦ ποὺ δανεισθήκαμε ἀπὸ τὴν διατριβὴ τοῦ Σταύρου Μαμαλούκου.
[23]. Ἡ σχεδιαστικὴ ἀποτύπωση τῆς ἀνασκαφῆς ἔγινε ἀπὸ τὸν ἀρχιτέκτονα Γεώργιο Κολιόπουλο.
[24]. Β. Γ. Μπάρσκι, Τὰ ταξίδια του στὸ Ἅγιον Ὄρος 1725-1726, 1744-1745, μὲ τὴν φροντίδα καὶ τὰ σχόλια τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Παύλου Μυλωνᾶ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 389.
[25]. Ἀρκάδιος Ἱεροδιάκονος Βατοπεδινός, Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, ὑπὸ ἔκδοση (ἐπιμέλεια Ἰ. Ἀ. Παπαγγέλου).
[26]. Ἡ ἀνασκαφικὴ διερεύνηση τοῦ πηγαδιοῦ ἔγινε μὲ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἐπιστημονικοῦ συνεργάτου, ἀρχαιολόγου Στεφάνου Παλιομπέη.
[27]. Ἰωακεὶμ Ἀθ. Παπάγγελος, «Τὰ πήλινα ἁγιοπότηρα τῆς Μονῆς Βατοπεδίου», Πρακτικὰ τοῦ ΣΤ’ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος στὸν 15ο καὶ 16ο αἰῶνα, Θεσσαλονίκη (Ἁγιορειτικὴ Ἑστία) 2012, σ. 367-415. Τὸ σημαντικότερο εὕρημα στὸ πηγάδι ἦταν τὰ 19 πήλινα ἁγιοπότηρα, τὰ ὁποῖα «ἀποτέθηκαν» ἐκεῖ κατὰ τὸν 16ο-17ο αἰῶνα, (βλ. ἔ.ἀ., σ. 370-371).
[28]. D. Papachryssanthou, Actes du Prôtaton, Παρίσι 1975.
J. Lefort, N. Oikonomidès, D. Papachryssanthou, H. Métrévéli, Actes d' Iviron, τ. 1, Παρίσι 1985, τ. 2 (1990), τ. 3 (1994), τ. 4 (1995).